ζούρα

ζούρα
(I)
η
1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα
2. καχεξία, μαρασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ' άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*].
————————
(II)
ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ)
1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση
2. τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζούρα — η (λ. ιταλ.) 1. κατακάθι του λαδιού ή του βουτύρου. 2. μτφ., ό,τι δεν είναι γνήσιο, καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… …   Dictionary of Greek

  • ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζουράρης — ζουράρης, ὁ (Μ) [ζούρα II] τοκογλύφος, εκμεταλλευτής …   Dictionary of Greek

  • ζουρεύω — (Μ) [ζούρα II] τοκίζω, τοκογλυφώ …   Dictionary of Greek

  • ζουρώνω — (Μ) [ζούρα Ι] λερώνω, μολύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”